νωθρότης

νωθρότης
νωθρ-ότης, ητος, ,
A = νωθρεία, Hp.Prorrh.1.13,70, Arist.Rh.1390b30 ;

ἡ ἐκ τοῦ γήρως ν. LXX 3 Ma.4.5

: pl., Gal.8.161.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νωθρότης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρότησι — νωθρότης fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρότητα — νωθρότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρότητας — νωθρότης fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρότητες — νωθρότης fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρότητι — νωθρότης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρότητος — νωθρότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρότητα — η (Α νωθρότης) [νωθρός] 1. δυσκινησία, βραδύτητα, οκνηρία, χαυνότητα 2. πνευματική αμβλύνοια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”